Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

«ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ» του ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ

Πριν και μετά το μνημόνιο

Η ιστορία της ελληνικής χρεοκοπίας.

Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, ένα όμως διαρκώς αποσιωπάται. Η χώρα από το 1974 και μετά γύρισε οριστικά σελίδα.

Δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός ότι η χώρα γνώρισε για πρώτη φορά στην ιστορία της την μακροβιότερη περίοδο Δημοκρατίας. Αυτό δεν είναι λίγο. Αν κοιτάξει κανείς τα φύλλα των εφημερίδων του παρελθόντος θα διαπιστώσει ότι σπανίως οι πολιτικοί συντάκτες ασχολιόταν, όπως σήμερα, με ερωτήματα αν θα γίνει ανασχηματισμός ή αν προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές. Συνηθέστερα τους απασχολούσε το ερώτημα αν θα γίνει πραξικόπημα και ποιος θα το κάνει.

Αναφερόμαστε στην μεγάλη και αδιάλειπτη οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε ο τόπος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα το 1974 είχε κατά κεφαλή ΑΕΠ 2.722 δολάρια και το 2008 είχε 31.670 δολάρια. (1) Κι αν τα νούμερα σε κάποιους δεν λένε πολλά ας δουν τους πρωτοσέλιδους τίτλους των εφημερίδων στις 3 Νοεμβρίου του 1977. Τα οκτάστηλα της εποχής κραύγαζαν για 38 νεκρούς από πλημμύρες. Όχι στο Μπαγκλαντές ή στην Ινδία, αλλά στο Περιστέρι.

Δεν ήταν τα πάντα καλώς καμωμένα αυτή την περίοδο. Και αστοχίες έγιναν και σκάνδαλα υπήρξαν, και χρήματα σπαταλήθηκαν, και λαϊκισμοί αναπτύχθηκαν. Απλώς στις ώρες της δυσθυμίας τείνουμε να υπογραμμίζουμε τα κακώς καμωμένα και να ξεχνάμε τις κατακτήσεις. Όπως και να κοιτάξουμε την Ελλάδα του 2010 είναι σε όλα καλύτερη από το 1974. Παρά τις όποιες θεμιτές και δικαιολογημένες αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κάποιος για την λειτουργία του ΕΣΥ -για τις υπηρεσίες και για τις σπατάλες του-, το στοιχείο που τείνουμε να ξεχνάμε είναι ότι οι Έλληνες ζούνε πιο πολύ. Στην Ελλάδα το προσδόκιμο επιβίωσης το 1974 ήταν 73 χρόνια. Το 2006 έφτασε τα 79,5 χρόνια (2). Βεβαίως υπήρξε τεράστια πρόοδος της ιατρικής επιστήμης, αλλά στις ΗΠΑ (που δεν έχει ΕΣΥ) το προσδόκιμο επιβίωσης από τα 72 έτη που ήταν το 1974, έφτασε το 77,7 το 2006 (3).



Θα συμφωνήσουμε επίσης ότι την ίδια περίοδο όλος ο κόσμος (με εξαίρεση την υποσαχάρια Αφρική) έγινε πιο πλούσιος, αλλά η Ελλάδα από την 36η θέση (στο κατά κεφαλή ΑΕΠ) το 1974 έφτασε στην 25η το 2006.

Παράλληλα η Ελλάδα σ’ αυτή την περίοδο έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, και πλήθους άλλων οργανισμών που ενίσχυσαν την διεθνή της θέση.

Μπορούσε να πάει καλύτερα; Φυσικά· ο κόσμος των πιθανών αποτελεσμάτων είναι άπειρος. Αλλά συγκρίνοντας την πολύ συγκεκριμένη σημερινή πραγματικότητα με ένα ιδανικό, αλλά φανταστικό, κόσμο αδικούμε την πραγματικότητα. Οι φανταστικοί κόσμοι δεν έχουν τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Γι' αυτό πλάθονται άπειροι στα καφενεία. Δεύτερον, διαπράττουμε ένα μεθοδολογικό λάθος. Όχι μόνο επειδή συγκρίνουμε μήλα με φανταστικά πορτοκάλια· κυρίως επειδή ο χώρος των πιθανών εκβάσεων της ιστορίας είναι άπειρος. Μπορούμε να συγκρίνουμε την σημερινή πραγματικότητα με το καλύτερο πιθανό σενάριο (π.χ. η Ελλάδα πρωτεύουσα χώρα της πληροφορικής τεχνολογίας με τα κεντρικά της Microsoft στο Κιλκίς) ή το χειρότερο (π.χ. μια Ελλάδα που αποτυγχάνει στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της και μένει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Αυτό λοιπόν που μπορούμε να συγκρίνουμε είναι το πραγματικό παρόν άλλων χωρών με το πραγματικό παρόν της δικής μας χώρας, ή το πραγματικό δικό μας παρελθόν με το πραγματικό παρόν. Μπορούμε επίσης να εξειδικεύουμε τις συγκρίσεις ανά περιόδους.

Κοιτώντας λοιπόν πίσω, θα δούμε βελτίωση, αλλά θα παρατηρήσουμε επίσης ότι αυτή η βελτίωση δεν ήταν γραμμική. Υπήρξαν άλματα, υπήρξαν μικρά βήματα, υπήρξαν ολιγωρίες, όπως υπήρξαν και οπισθοχωρήσεις.

Παρατηρώντας λίγο καλύτερα μπορεί να δούμε ότι σε κάποιες περιόδους υπήρξαν ταυτοχρόνως άλματα και οπισθοχωρήσεις. Στην περίοδο του εκσυγχρονισμού, για παράδειγμα, έγιναν βαθιές τομές που έφτιαξαν το θαύμα της ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης 1996-2008, αλλά ταυτόχρονα φούντωσε η διαφθορά. Αποκτήσαμε κεφαλαιαγορά, αλλά ζήσαμε και το «σκάνδαλο του χρηματιστηρίου» (στο οποίο, παρεμπιπτόντως συμμετείχαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλοι ακόμη και οι κοιλαράδες που κυκλοφορούσαν με το κινητό στην παραλία και είχαν -ή νόμιζαν ότι είχαν- εσωτερική πληροφόρηση για το παιγνίδι με την «Γενική Αποθηκών»).

Γενικώς έγιναν πολλά, αλλά επίσης ολιγωρήσαμε για πολλά άλλα. Κυρίως σε ότι αφορά το κράτος και τις δαπάνες του.

Συνηθίζουμε να λέμε ότι τα δεινά της ελληνικής οικονομίας ξεκινούν στις 18 Οκτωβρίου του 1981, την ημέρα που το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές. Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη. Όπως γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης «η ελληνική κοινωνία βγήκε από την δικτατορία έχοντας ένα καταπιεσμένο δυναμικό διεκδίκησης και ταυτόχρονα μια εμπεδωμένη προσδοκία συνεχούς βελτίωσης» (4).

Ο πρώτος που απάντησε απλόχερα σ’ αυτές τις διεκδικήσεις ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. «Σε ετήσια βάση κατά την περίοδο 1974-1981 οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 3,5% ξεπερνώντας την αύξηση της παραγωγικότητας που ήταν 2,4%. Μάλιστα την περίοδο 1974-1978, μέχρι δηλαδή να ξεσπάσει η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν πάνω από 8%.» (5)

Αντιθέτως την περίοδο 1982-1985 η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν 2,2% ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 1,2%. (6) Και παρά τα ειωθότα «από το 1975 μέχρι το 1985 η απασχόληση στο δημόσιο αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 3,5%, κοινός περίπου και στις δύο κυβερνήσεις» (7).

Ο εκλογικός κύκλος της έκρηξης των δαπανών δεν ξεκινά με το ΠΑΣΟΚ, αλλά με την τελευταία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την δεκαετία του '70: «Ο καθαρός δανεισμός της Γενικής κυβέρνησης από 2,6% του ΑΕΠ το 1980 εκτινάχτηκε κοντά στο 9,1% το 1981, ενώ στο προεκλογικό επίσης 1985 έφτασε στο 11,7% του ΑΕΠ από 8,4% του προηγουμένου έτους 1984» (8).

Το μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα στην δεκαετία του '80 δεν είναι τόσο οι δημόσιες δαπάνες, όσο -ότι ακριβώς ισχύει και σήμερα- τα δημόσια έσοδα. «Το 1981 το σύνολο των δημόσιων δαπανών της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτανε το 38% και των τρεχόντων εσόδων το 29%, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 48,5% και 43,5% αντίστοιχα. Το 1989 οι δαπάνες στην Ελλάδα έφτασαν το 43,6% και τα έσοδα έμειναν ουσιαστικά στάσιμα στο 29,2% (Σ.Σ. παρά την εισαγωγή για πρώτη φορά του ΦΠΑ στην Ελλάδα). Στην Ε.Ε. οι δαπάνες μειώθηκαν στο 47,2% και τα έσοδα αυξήθηκαν στο 44,8%» (9)

Αυτή η υστέρηση συνεχίζεται και σήμερα.

Παρά τους κλαυθμούς και οδυρμούς για υψηλή φορολόγηση στην Ελλάδα που γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη, σύμφωνα με τη Eurostat (10) η Ελλάδα το 2008 είχε χαμηλότερη φορολογία από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στους έμμεσους φόρους οι Ελληνες έδιναν το 12,4% του ΑΕΠ, ενώ οι υπόλοιποι της Ευρωζώνης το 13,5%. Στους άμεσους φόρους οι Ελληνες έδιναν το 8% του ΑΕΠ και οι της Ευρωζώνης το 12,2%. Η φορολογία εισοδήματος επίσης ήταν χαμηλότερη (Ελλάδα: 4,7% του ΑΕΠ, Ευρωζώνη: 7,9%) το ίδιο και η φορολόγηση των επιχειρήσεων (Ελλάδα: 2,5%, Ευρωζώνη: 3,5%).

Σήμερα η Ελλάδα έχει ανώτερο συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 45%, ενώ ο μέσος όρος των ανώτατων συντελεστών της Ευρωζώνης είναι 42,5%. Τα κέρδη των επιχειρήσεων φορολογούνται με 20%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 25,7%.

Η ουσιαστικότερη κριτική που μπορεί να γίνει στις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης είναι αυτή που κάνει ο Γιάννης Βούλγαρης στην πρώτη κυβέρνηση της ΝΔ της περιόδου 1974-1981: «ελάχιστα βοήθησε να συνειδητοποιηθούν οι αλλαγές που είχαν επέλθει ή επερχόταν. Ουσιαστικά έμεινε εγκλωβισμένη στον τύπο της ανάπτυξης της δεκαετίας του ’60 προτείνοντας την διεύρυνση του κράτους-επιχειρηματία ως κύριου εργαλείου» (11)

Ακόμη και στην περίοδο διακυβέρνησης του Κώστα Μητσοτάκη (1990-1993) ή του Κώστα Σημίτη (1996-2004) όταν πραγματικά απελευθερώνονται από τον έλεγχο του κράτους πολλές παραγωγικές δυνάμεις, αυτή η απελευθέρωση λογίζεται σαν ένα αναγκαίο κακό· κάτι σαν αντίδωρο στις επιδοτήσεις των ευρωπαίων ή σαν φόρος στην κακή παγκοσμιοποίηση. Το θεωρητικό μοντέλο της χώρας, που αναγκαστικά μετατρέπεται σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις, παραμένει κρατικοκεντρικό.

Ταυτοχρόνως όμως, όλα αυτά τα χρόνια, το πολιτικό σύστημα δείχνει μια αξιοσημείωτη περιοδική υπευθυνότητα. Οποτεδήποτε αυτό το κρατικοκεντρικό μοντέλο αγκομαχά, οποτεδήποτε οι οικονομικοί δείκτες πλησιάζουν στο κόκκινο, κάνει ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας, αποτρέποντας έτσι την χρεοκοπία του. Έτσι μετά την δημοσιονομική εκτροπή της περιόδου 1980-1985 έχουμε το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη (1985-1987), μετά την προεκλογική και οικουμενική σπατάλη τής περιόδου 1988-1990, έχουμε το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Μητσοτάκη (1990-1993), όπως και σε ήπια σταθεροποίηση κινούνται και οι πολιτικές του ΠΑΣΟΚ 1993-1999 για να μπούμε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Εμφανίζεται βέβαια και μια αντίστροφη περιοδική ανευθυνότητα: Καθ’ όλη την περίοδο 1974-2010, το 1996 και το 2000 είναι τα μόνα εκλογικά έτη χωρίς ορατό εκλογικό κύκλο, δηλαδή αύξηση του δημόσιου ελλείμματος κατά το έτος των εθνικών εκλογών. (12)

Ο εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας γίνεται την περίοδο 2007-2009 επειδή για πρώτη φορά το πολιτικό σύστημα δεν επιδεικνύει την περιοδική έκλαμψη υπευθυνότητας. Η πρώτη κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή μετά την εξτραβαγκάντζα των Ολυμπιακών δεν συμμάζεψε τις δαπάνες, απλώς έπαιξε με την καταμέτρηση του ελλείμματος.

Ειδικά μετά το 2007, έχοντας όλους τους οικονομικούς δείκτες στα κόκκινα, όχι μόνο δεν προχώρησε σε πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά αποδύθηκε σε ένα όργιο δαπανών. Γράφει ο καθηγητής χρηματοοικονομικής στο πανεπιστήμιο Πειραιά κ. Γκίκας Χαρδούβελης: «Η κεντροδεξιά κυβέρνηση Καραμανλή εξασφάλισε ξεκάθαρη εκλογική νίκη το Μάρτιο του 2004 υποσχόμενη μεταρρυθμίσεις, αλλά, περιέργως, δεν εφάρμοσε την προεκλογική ατζέντα των αλλαγών, παρά τη μεγάλη κοινοβουλευτική της πλειοψηφία. Ο πληθωρισμός στη χώρα αυξήθηκε και παρέμενε σταθερά υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης, η διεθνής κατάταξη της χώρας όσον αφορά την ανταγωνιστικότητά της βούλιαξε, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε σε πρωτοφανές ιστορικό μέγιστο. Το Σεπτέμβριο του 2007, η κατάσταση χειροτέρεψε απότομα. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία διαβρώθηκε και η δεύτερη τετραετία της κυβέρνησης Καραμανλή ξεκίνησε ένα όργιο δαπανών, εγκαταλείποντας πρακτικά τη δημοσιονομική σύνεση. Οι δημοσιονομικές δαπάνες ως ποσοστό επί του μεγέθους της οικονομίας, εκτοξεύτηκαν σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ, πέντε ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όρο των τελευταίων 25 ετών.» (13)

Πέντε ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όρο των τελευταίων 25 ετών! Δηλαδή:αυτό που ζούμε σήμερα με την δημοσιονομική κατάρρευση, δεν ήταν νομοτελειακό ακόμη και με τους νόμους της μεταπολίτευσης. Μπορεί οι δομικές αδυναμίες της οικονομίας να μην διορθώνονται απ’ όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, μπορεί η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους να ανιχνεύεται στις χρόνιες παθογένειες του, ποτέ όμως αυτές οι παθογένειες δεν διογκώθηκαν τόσο ώστε να γίνουν εκρηκτικές, όσο την περίοδο της διακυβέρνησης από την Νέα Δημοκρατία (2004-2009).

Δεν ξέρουμε βέβαια πως θα ήταν η χώρα αν στο ξεκίνημα της κρίσης (με την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008) η κυβέρνηση δεν υιοθετούσε το προπαγανδιστικό δόγμα περί «θωρακισμένης οικονομίας» και προχωρούσε σε κάποιο πρόγραμμα σταθεροποίησης. Εδώ μπαίνουμε και πάλι στον άπειρο χώρο των φανταστικών πιθανοτήτων. Μπορεί, δηλαδή, να γλιτώναμε την δημοσιονομική κατάρρευση του 2009, μπορεί επίσης η νεανική έκρηξη του Δεκεμβρίου 2008 να γινόταν κοινωνική έκρηξη και η Ελλάδα να βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ αυτή που είναι σήμερα.

Μεταξύ όμως μιας ταχύτατης απάντησης στην επερχόμενη κρίση (όπως έκανε η Ιρλανδία περικόπτοντας αμέσως μισθούς, συντάξεις και άλλες δημόσιες δαπάνες) και του οργίου σπατάλης που έγινε στην Ελλάδα το 2009 υπάρχει μεγάλη απόσταση. Το 2009 είναι για τους περισσότερους υπουργούς κάτι σαν τις τελευταίες μέρες της Πομπηϊας. Ξοδεύουν, ξοδεύουν, ξοδεύουν...

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η διεθνής κρίση μαίνεται κι ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι στο βαθύ κόκκινο -φτάνει το πρωτοφανές 14,3% του ΑΕΠ (13)- τον Αύγουστο του 2009 η κυβέρνηση ανακοινώνει πρόγραμμα φορολογικής επιδότησης για την απόσυρση αυτοκινήτων διοχετεύοντας ακόμα περισσότερο εθνικό εισόδημα σε εισαγωγές που διευρύνουν το ήδη υπερβολικά υψηλό εξωτερικό έλλειμμα!

Οι πρωτογενείς δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού (αυτές δηλαδή που δεν περιλαμβάνουν τόκους παλαιότερων δανείων), παρουσιάζουν μόνο το 2009 αύξηση 19,1%! Το κράτος το 2009 ξόδεψε για την λειτουργία του 10,4 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα σε σχέση με το 2008 (14). Για να καταλάβουμε αυτό το μέγεθος, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι περικοπές του Προγράμματος Σταθεροποίησης της Οικονομίας το 2010 -αυτές που χαρακτηρίζονται «δραστικές», «δραματικές», «βαθιές», «επίπονες», «αντιλαϊκές» κ.λπ.- είναι 5,8 δισ. ευρώ (15) Με άλλα λόγια, φέτος θα περικόψουμε την μισή περίπου αύξηση των πρωτογενών δαπανών που έγινε μόνο το 2009.

Οι πρωτογενείς δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού υπερδιπλασιάζονται την περίοδο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Από 31,319 δισ. ευρώ το 2003 (16) φτάνουν τα 64,429 δις. ευρώ το 2009 (17).

Το 2009 η ελληνική οικονομία είναι πλέον εντελώς γυμνή. Υπάρχουν οι χρόνιες δομικές αδυναμίες, που εμφανίζονται ανάγλυφα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: το έλλειμμα είναι ήδη μεγάλο από το 2003: μείον 6,6% του ΑΕΠ. Έχουν προστεθεί οι δαπάνες των Ολυμπιακών Αγώνων που υπολογίζονται σε 12,5 δισ. ευρώ και τέλος προστίθεται και η απίστευτη σπατάλη των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από τα 177,812 δισ. ευρώ που ήταν στις 31.12.2003 (18), φτάνει στις 30.6.2009 στα 292,306 δισ. ευρώ! (19)

Παρά όμως την δραματική δημοσιονομική επιδείνωση η διαφορά επιτοκίου του ελληνικού κρατικού ομολόγου από το γερμανικό (τα διαβόητα spreads) παραμένουν σχεδόν σταθερά σε ολόκληρη την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωζώνης, απολαμβάνει χαμηλά επιτόκια για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στις αγορές επικρατεί ο πυρετός του χρηματοοικονομικού χρυσού. Οι τράπεζες δανείζουν τους πάντες· δίνουν, για παράδειγμα, στεγαστικά δάνεια ακόμη και σε φτωχούς αμερικανούς με μόνη εγγύηση τα υπερτιμημένα ακίνητα που αγοράζουν. Δεύτερον, η Ελλάδα και άλλες φτωχότερες χώρες της ευρωζώνης βρίσκονται κάτω από την σκέπη της οικονομικά κραταιάς Γερμανίας. Αυτό τουλάχιστον νομίζουν όλοι και σε ένα βαθμό είναι αλήθεια. Το πείραμα της ευρωζώνης είναι κάτι εντελώς καινούργιο και ουδείς -ούτε καν η Γερμανία- έχει κατασταλαγμένες απόψεις πως πρέπει να προχωρήσει, ή τι πρέπει να κάνει στην περίπτωση ενός δημοσιονομικά απείθαρχου μέλους. Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα με το μικρό μέγεθος της οικονομίας της θεωρήθηκε ότι δεν μπορεί να είναι πραγματική απειλή. Στα 11.809 δισεκατομμύρια ευρώ που είναι το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα 240 δισ. του ελληνικού ΑΕΠ είναι ελάχιστα.

Αυτά τα δύο στοιχεία που εξασφαλίζουν στην Ελλάδα τον φθηνό δανεισμό αρχίζουν να αλλάζουν στο δεύτερο εξάμηνο του 2008

Πρώτον έρχεται η χρηματοοικονομική κρίση και οι τράπεζες αρχίζουν να μετράνε από ποιους μπορούνε πραγματικά να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Ειδικά μετά την κρίση του Dubai (Νοέμβριος 2009) στο ραντάρ του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος μπαίνει για πρώτη φορά μπαίνει ακόμη και το κρατικό χρέος χωρών και ειδικά της Ευρωζώνης.

Δεύτερον στους συντηρητικούς κύκλους της Ε.Ε., οι οποίοι μάλιστα κυβερνούν, αρχίζει να αναπτύσσεται ένας πρωτοφανής στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης προβληματισμός. Προφανώς δεν είχε να κάνει μόνο με το «ελληνικό πρόβλημα», το οποίο ήταν για τα μεγέθη της ευρωζώνης μικρό, αλλά με το ισοζύγιο ισχύος εντός της Ε.Ε. και το ποιος χρηματοδοτεί την περαιτέρω ενοποίηση. Η άποψη που υπερισχύει είναι της τιμωρίας εκείνων των μελών που δεν δείχνουν τις προτεσταντικές αρετές της συγκράτησης των δαπανών.

Από τον Δεκέμβριο του 2008 ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης προειδοποιεί στην Βουλή: «Aποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής ότι η Eλλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ONE και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας που στηρίχτηκε στην E.E. σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του AEΠ, τη γρήγορη έξοδο από την επιτήρηση, εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη συμπαράσταση για να μην τηρήσει τις δεσμεύσεις. Aπλώς, τους κορόιδεψε. H Eλλάδα, πιστεύουν ότι, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Nομισματικό Tαμείο για δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Eπιτροπής» (21).

Μια χώρα της ευρωζώνης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Αυτό φαινόταν τόσο απίθανο που σχεδόν καμιά εφημερίδα δεν δημοσίευσε την είδηση (Σ.Σ.: ασχολήθηκαν με τις ...τριβές στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισημαίνοντας το γεγονός ότι ο κ. Σημίτης δεν ανέφερε στην ομιλία του την λέξη ΠΑΣΟΚ).

O πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιώργος Αλογοσκούφης απάντησε στη Βουλή ότι «δυστυχώς, ακόμη και ο πρώην πρωθυπουργός, ο κύριος Σημίτης, έφθασε χθες να κινδυνολογεί για δήθεν προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επικαλούμενος "κύκλους" της Ευρωπαϊκής Ενωσης» (22). Με τη σειρά του, ο υφυπουργός Οικονομίας Γιάννης Παπαθανασίου επεσήμανε ότι «το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι ένα κλίμα συντέλειας και πανικού, ένα κλίμα υπερβολής που μεγεθύνει τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης και πολλαπλασιάζει τις επιπτώσεις της» (23).

Μπορεί να έφταιγε η παντελής απουσία της χώρας από τα διεθνή και ευρωπαϊκά δρώμενα εκείνη την περίοδο, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται κανείς την αλλαγή του κλίματος σε βάρος της Ελλάδος. Μπορεί, πάλι, να έφταιγε ο διάχυτος επαρχιωτισμός που χαρακτηρίζει την ελληνική ιθύνουσα τάξη (πολικούς, ΜΜΕ, επιχειρηματίες) οι οποίοι θεωρούν την Αθήνα κέντρο του κόσμου, ή έστω μια καλά προστατευμένη γωνιά του. Μπορεί να έφταιξε το γεγονός ότι το κράτος είχε αποκτήσει στο μυαλό όλων των Ελλήνων μεταφυσικές διαστάσεις και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει η πιθανότητα να χρεοκοπήσει. Το γεγονός όμως είναι ένα. Η κυβέρνηση συνέχιζε να ξοδεύει με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα κάνει με τους καλύτερους δυνατόν όρους πρόωρες εκλογές, εξ ου και τα 500 εκατομμύρια που δόθηκαν άμεσα, τον Φεβρουάριο του 2009, στους αγρότες για να λύσουν τα μπλόκα.

Τον Ιούνιο του 2009 ο αρμόδιος επίτροπος για τις οικονομικές υποθέσεις Χοακίμ Αλμούνια «ανακοίνωσε ενώπιον των άλλων υπουργών τής ΕΕ ότι η Ελλάδα βαδίζει προς την πτώχευση και ότι "το έλλειμμά της θα υπερβεί στο τέλος του έτους το 10% του ΑΕΠ". Εστειλε δε και μια επιστολή στην Αθήνα, την οποία δεν δημοσιοποίησε. Αντί της απαντήσεως που ανέμενε, ο κ. Αλμούνια έλαβε το φθινόπωρο μια επιστολή από τον κ. Παπαθανασίου στην οποία λακωνικά του ανακοίνωνε ότι λόγω των εκλογών στην Ελλάδα δεν θα παραστεί στο Συμβούλιο (Σ.Σ. Οικονομικών υποθέσεων)» (24).

Είναι πλέον κοινό μυστικό ότι το ελληνικό έλλειμμα θα ξεπεράσει το 10% του ΑΕΠ και όλοι ξέρουν την εξωφρενική διόγκωση του δημόσιου χρέους. Παρ’ όλα αυτά όμως η διαφορά των επιτοκίων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων (spreads) παραμένει σταθερή και χαμηλή, εκτός από ένα σκαμπανέβασμα τον Φεβρουάριο του 2009. Και στις διεθνείς αγορές κυριαρχεί η πεποίθηση ότι χώρα της ευρωζώνης δεν μπορεί να χρεοκοπήσει ή να βρεθεί εκτός ευρώ· δεν προβλέπεται εξάλλου από τις διαδικασίες. Θα χρειαστεί και η διεθνής συγκυρία για να μπει η Ελλάδα στο μάτι του κυκλώνα.

Ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος εκλέχτηκε τον Οκτώβριο του 2009 με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν», σκέφτηκε ποτέ ότι η Ελλάδα θα αφεθεί στους ανέμους των διεθνών αγορών μόνη της. Θεώρησε ότι μπορεί να επιτύχει μια πολιτική συμφωνία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σαν αυτές που πάντα έκανε η Ελλάδα) για να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές που πίστευε ότι χρειάζεται η χώρα. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Προβόπουλος ανακοίνωνει για πρώτη φορά επίσημα στις 10 Οκτωβρίου 2009 ότι το έλλειμμα της χώρας θα υπερβεί το 12% . Η επίσημη ανακοίνωση για το ύψος του ελλείμματος γίνεται από την ελληνική κυβέρνηση στις 21 Οκτωβρίου. Τα spreads όμως αρχίζουν να ανεβαίνουν μετά τα μέσα Νοεμβρίου.

Τι συνέβη τον Νοέμβριο; Δύο πράγματα. Πρώτον η κρατική εταιρία Dubai World ανακοινώνει στάση πληρωμών. Όλοι συνειδητοποιούν ότι αφενός η κρίση ξέφυγε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα (τις τράπεζες και τα funds) και αφετέρου μπορεί να χτυπήσει και τα καλύτερα μαγαζιά. Τότε αρχίζει ένας ορυμαγδός δημοσιευμάτων στον ξένο τύπο με πανομοιότυπους τίτλους «Will Greece be the next Dubai?».

Δεύτερο και κυριότερο η Γερμανία ξεκαθαρίζει για πρώτη φορά με επίσημες δηλώσεις ότι δεν είναι εγγυήτρια των χρεών που δημιουργούν οι Έλληνες. «Σε περίπτωση που η Ελλάδα ερχόταν αντιμέτωπη με δυσχέρειες πληρωμών (αδυναμία πληρωμών) -αυτό δεν είναι κάτι που αναμένουμε, αλλά είναι πιθανό να συμβεί- στην περίπτωση λοιπόν αυτή εκτιμούμε ότι η ΕΕ δια της Κομισιόν ή δια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα συνιστούσε στην Ελλάδα να αναζητήσει βοήθεια στο ΔΝΤ, όπως έκανε και στην περίπτωση άλλων χωρών της ΕΕ, που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης», δήλωσε στις 26.11.2009 ο επικεφαλής οικονομολόγος, αρμόδιος για θέματα Ευρώπης της Deutsche Bank Τόμας Μάγιερ (25). Τα ίδια ανέφερε και σε σχετική έκθεση με τίτλο «Η Ελλάδα υπό πίεση». (26)

Όλα αυτά δημιουργούν την πεποίθηση στους επενδυτές ότι δεν υπάρχει πίσω από το ελληνικό χρέος η μεγάλη γερμανική εγγύηση. Η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωζώνης, απολάμβανε επί μία δεκαετία χαμηλά επιτόκια, επειδή πολλοί θεωρούσαν ότι το να δανείζουν την χώρα μας ήταν σαν να δανείζουν την Γερμανία. Το ρίσκο εθεωρείτο χαμηλό. Και γι’ αυτό, παρά την επιδείνωση των δημοσιονομικών της, η διαφορά επιτοκίου μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών κρατικών ομόλογων (spreads) παρέμενε χαμηλή και σταθερή. Από την στιγμή όμως που α) η ρευστότητα στην αγορά, λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης μειώνεται, β) η κρίση ξεφεύγει από τον στενό χρηματοπιστωτικό τομέα και υπάρχουν κράτη σαν το Ντουμπάι αφήνουν τις εταιρίες τους να κηρύξουν στάση πληρωμών, και γ) η Ευρώπη με πρώτη την Γερμανία ξεχωρίζει τα χρέη του νότου από την προτεσταντική διαχείριση του Βορρά, η χώρα μας μπαίνει στην δίνη των αγορών.

Αρχίζει μια αντίστροφη υπερβολή· οτιδήποτε ακούγεται για την Ελλάδα έχει πλέον αρνητικό πρόσημο. Κάποιοι την θεωρούν υπαίτιο μέχρι και για την καταστροφή της ζώνης του ευρώ· την ...μελλοντική. Η λέξη «Greece» βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα όλου του διεθνούς τύπου, τα spreads σκαρφαλώνουν ταχύτατα. Ο δανεισμός του ελληνικού κράτους στις αγορές καθίσταται αδύνατος. Αρχίζει ένα πολυπαραγοντικό παζάρι εντός της Ένωσης. Ενα πράγμα που τείνουμε να ξεχνάμε είναι αυτό που είχε πει ο Κίσιγκερ για την Ευρώπη: «Ποιο είναι το τηλέφωνο του υπουργού εξωτερικών για να συνεννοηθώ με την Ευρώπη;» Δυστυχώς δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός, ούτε του ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με τον τυπικό τρόπο που λαμβάνονται σε ένα ιεραρχικό σύστημα. Μια απόφαση για την δανειακή στήριξη της Ελλάδος πρέπει πρώτα να συμβιβάσει τις διαφορετικές ατζέντες της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεκάξι χωρών μελών της ΟΝΕ που πρέπει να πείσουν τα κοινοβούλιά τους να αναλάβουν το ρίσκο δανειοδότησης μιας χώρας που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπία κ.λπ. Πρωτίστως και κυρίως όμως πρέπει να πεισθεί η Γερμανία.

Η Γερμανία, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι τα ευρωπαϊκά όργανα δεν έχουν μηχανισμούς ελέγχου της παρακολούθησης των προγραμμάτων σταθεροποίησης, ήθελε μόνο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ή όποιας άλλης αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα με την Ελλάδα. Η Ελλάδα, μπορεί να απειλούσε με προσφυγή στο ΔΝΤ -κάτι που έτσι κι αλλιώς θα αναγκαζόταν να κάνει αν δεν έβρισκε πουθενά αλλού δανεικά- αλλά ήθελε αμιγή ευρωπαϊκή στήριξη. Το ίδιο και άλλες χώρες του νότου που πιθανώς να βρισκόταν μελλοντικά στην κατάσταση της Ελλάδος. Τελικώς επικράτησε η μέση λύση του τριμερούς μηχανισμού (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) με ένα τεράστιο για τα παγκόσμια δεδομένα πρόγραμμα στήριξης ύψους 110 δισ. ευρώ. για την επόμενη τριετία. Η χώρα καταφεύγει στο δανειακό μηχανισμό διάσωσης που έχει φτιαχτεί για αυτήν και με τούς όρους που αποτυπώνονται στο μνημόνιο.

Μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτόν τον συμβιβασμό, για να αποφύγουμε και τα μέτρα που τον συνοδεύουν; (πιο σωστό είναι το ερώτημα «θα έπρεπε να μην επιδιώξουμε αυτόν τον συμβιβασμό;») Αν και πάλι μπαίνουμε στο ολισθηρό δρόμο των φανταστικών «άλλων κόσμων που μπορεί να είναι εφικτοί», η απάντηση είναι: μάλλον δεν μπορούσαμε παρά να επιδιώξουμε κάποιον συμβιβασμό και σίγουρα δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε τα μέτρα.

Από την στιγμή που έγινε φανερό ότι οι στρόφιγγα δανεισμού, που συντηρούσε το προηγούμενο καταναλωτικό πρότυπο, έκλεινε για την Ελλάδα ή χώρα είχε περιορισμένες επιλογές και όλες επώδυνες.

Την στάση πληρωμών, δηλαδή την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, δεν την συζητά κανείς. Οι επιπτώσεις θα ήταν τόσο δριμείες που ούτε οι υπερεπαναστάτες αυτής της χώρας δεν τολμούν να το σκεφτούν. Αυτό που κηρύσσουν ευρέως είναι το σενάριο της αναδιάρθρωσης του χρέους, δηλαδή μια συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας να πάρουν πίσω μέρος των δανείων τους π.χ. 80 λεπτά για κάθε ευρώ που μάς έχουν δανείσει. Ακούγεται μια ευχάριστη λύση, αλλά ας δούμε πιθανές επιπτώσεις της.

Κατ' αρχήν οι πιστωτές μας δεν είναι μόνο οι επονομαζόμενοι «καρχαρίες της Wall Street», ούτε οι μεγάλες ξένες τράπεζες. Οι πιστωτές του ελληνικού κράτους είναι κυρίως ασφαλιστικά ταμεία, ξένων (ως επί το πλείστον) και Ελλήνων εργαζομένων. Αυτό σημαίνει ότι για μερικά χρόνια η Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός αγορών, διότι όπως και να το κάνουμε μια αθέτηση υποχρεώσεων δημιουργεί ένα τεράστιο κακό προηγούμενο. Αν, για παράδειγμα, οι Έλληνες εργαζόμενοι μάθαιναν ότι το ΙΚΑ τοποθέτησε τα αποθεματικά του σε ομόλογα Αργεντινής δικαίως θα ξεσηκωνόταν κατά της διοίκησης του ταμείου τους και θα απαιτούσαν να αποσυρθεί κατά της επισφαλούς αυτής τοποθέτησης. Επειδή κανείς δεν είναι διατεθειμένος να παίξει με την σύνταξή του, όλοι μας θα προτιμούσαμε τα γερμανικά ομόλογα που είναι πιο ασφαλή. Αλλά ακόμη κι αν υποθέταμε ότι έπρεπε να προσέχαν οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι για το πως τοποθετούσαν τα λεφτά τους, μια αναδιάρθρωση του χρέους θα μείωνε και τα αποθεματικά των δικών μας ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς (27) το 30% της περιουσίας των ταμείων είναι τοποθετημένα σε κρατικά ομόλογα. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη επιβάρυνση σε ένα ήδη πολύ επιβαρημένο ασφαλιστικό σύστημα και φυσικά αναγκαστικές περικοπές συντάξεων ή αύξηση εισφορών.

Το αίτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους, είναι ο παλιός ρομαντισμός της επανάστασης, που κάποιοι πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει με χρηματοπιστωτικά μέσα. Είναι ταυτόχρονα το συσσωρευμένο γινάτι πολλών αριστερών ενάντια στον καπιταλισμό, που το μασκαρεύουν σε επαναστατικό αίτημα, χωρίς όμως να εξηγούν τις παράπλευρες ζημίες. Το σύνθημα δηλαδή «να πληρώσουν οι τράπεζες (ή ο καπιταλισμός) την κρίση» είναι πλασματικό. Την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα την πλήρωναν τα ασφαλιστικά ταμεία, δηλαδή οι Έλληνες και ξένοι εργαζόμενοι (οι τράπεζες θα έχαναν απλώς προμήθειες) και ο καπιταλισμός σίγουρα θα είχε μια εύκολη ανάρρωση, αν το 0,46% της παγκόσμιας οικονομίας έκανε ακόμη και στάση πληρωμών. Σίγουρα θα είχε δημιουργηθεί αναστάτωση στις διεθνείς χρηματαγορές. Η άποψη, όμως, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προκαλέσει (έστω με το φαινόμενο ντόμινο) κατάρρευση του παγκόσμιου καπιταλισμού, θυμίζει το ανέκδοτο με το μυρμήγκι που κατάφερε μετά από πολλές προσπάθειες να ανεβεί στον λαιμό του ελέφαντα και τα άλλα μυρμήγκια γύρω φωνάζουν εν χορώ «πνίξ’ τον, γιατί μας τσαλαπατάει! Πνίξ' τον!».

Το ελληνικό τραύμα θα είχε επιμέρους επιπτώσεις, αλλά ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα το επούλωνε ταχύτατα. Οι χειρότερες επιπτώσεις θα βάρυναν την Ελλάδα.

Ας υποθέσουμε ότι μπορούσαμε να αναδιαρθρώσουμε το χρέος μέχρι το έσχατο σημείο, δηλαδή στο μηδέν. Τι θα κάναμε την επόμενη μέρα; Από τον εκτελεσθέντα προϋπολογισμό του 2009 προκύπτει ότι οι πρωτογενείς δαπάνες τού κράτους (δηλαδή χωρίς τους τόκους για τα προηγούμενα δάνεια, τα οποία υποθετικά θα είχαμε σβήσει παντελώς) ήταν περίπου 24 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερες από τα έσοδα του κράτους (28) Επομένως ακόμη κι αν σταματούσαμε να εκπληρώνουμε τις παλιότερες υποχρεώσεις μας, θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε περικοπές δαπανών ή αύξηση φόρων ύψους 24 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Πολλοί πιστεύουν ότι αν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχιζε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα των κυβερνήσεων Σημίτη -πρόγραμμα που έμεινε ξέπνοο μετά το 2000- τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι αν προχωρούσε στις μεγάλες τομές στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας, στις ΔΕΚΟ κ.λπ. η χώρα δεν θα έμπαινε στην δίνη της κρίσης.

Πιθανώς αυτό να είναι αλήθεια, αν και το πιθανότερο είναι να έμπαινε στην κρίση υπό διαφορετικούς όρους, όπως μπήκαν εξάλλου και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πως θα εξελισσόταν τα πράγματα και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η Νέα Δημοκρατία μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Δυστυχώς η ελληνική Δεξιά δεν κατόρθωσε ποτέ να αρθρώσει συνεπή και συνετή ιδεολογική πρόταση. Μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που (στα πλαίσια της κείνσιανής ορθοδοξίας της εποχής) είχε ένα σαφές πρόγραμμα για την χώρα και αν εξαιρέσουμε το βραχύ διάστημα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η Νέα Δημοκρατία όλα αυτά τα χρόνια παράδερνε μεταξύ του δεξιού και αριστερού συντηρητισμού, κάτι μάλιστα που το ιδεολογικοποίησε με το σόφισμα του «μεσαίου χώρου».

Τα γεγονότα πάντως είναι αδιαμφισβήτητα. Οι παθογένειες (μεγάλο, συγκεντρωτικό και πελατειακό κράτος, διαφθορά, έλλειψη μηχανισμών ισορροπιών και ελέγχων τής πολιτικής εξουσίας κ.λπ.) ήταν υπαρκτές σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο. Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας (2004-2009) τις μεγιστοποίησαν.

Ίσως ακουστεί περίεργο, αλλά η διόγκωση αυτών των παθογενειών ίσως είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά της προηγούμενης διακυβέρνησης στον τόπο. Μεγαλώνοντας τόσο πολύ τα κακώς κείμενα, μάς ανάγκασε να τα δούμε. Οδηγώντας την χώρα σε δημοσιονομικό αδιέξοδο, υποχρεωθήκαμε να προσέξουμε όλες τις προηγούμενες παθογένειες που είχαν σωρευτεί. Η κρίση αλλάζει τον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, αλλάζει το κυρίαρχο ιδεολογικό Παράδειγμα στην χώρα (29).

Μέχρι φέτος το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας θεωρούσε το κράτος κάτι άτρωτο που παράγει χρήματα για να τα μοιράζει. Η συνειδητοποίηση της ενδεχόμενης χρεοκοπίας του «κράτους-πατερούλη» ήταν σίγουρα ένα τραυματικό σοκ για το κοινωνικό σύνολο. Από την άλλη πλευρά όμως δημιουργεί νέα εθνική αυτογνωσία, η οποία βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματικότητα. Δεν είναι λίγο, αν σκεφθούμε πόσα ταμπού κατέρρευσαν από τον Μάιο και μετά. Για παράδειγμα: το 1998 ο πρώην πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Χρήστος Πολυζωγόπουλος διαβεβαίωνε για την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος λέγοντας ότι «πρώτα θα χρεοκοπήσει το κράτος και μετά το ασφαλιστικό σύστημα» (30). Ε, να λοιπόν που το κράτος χρεοκόπησε και αναγκαστήκαμε να ασχοληθούμε με το ασφαλιστικό, το οποίο βέβαια, από μόνο του, οδηγούσε το κράτος σε χρεοκοπία (31).

Σήμερα η χώρα βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή. Οι σωρευμένες παθογένειες μέχρι τώρα επιδοτούνταν από το δημόσιο και συνεπώς διαιωνιζόταν και διογκωνόταν. Με κλειστή την στρόφιγγα των αγορών έχασαν τον τροφοδότη λογαριασμό τους. Το κράτος δεν μπορεί να δανειστεί κι επομένως δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τα πολυπλόκαμα πελατειακά του δίκτυα.

Μιλώντας για πελατειακές σχέσεις το μυαλό όλων πάει στις αθρόες προσλήψεις του δημοσίου, στα προνόμια των ισχυρών συντεχνιών των ΔΕΚΟ και άλλα πράγματα που αφορούν αποκλειστικά τους εργαζόμενους στον στενό κι ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτό όμως είναι ένα μεγάλο και ίσως το πιο ορατό κομμάτι του πελατειακού δικτύου που ανέπτυξε το πολιτικό σύστημα της χώρας, όχι μόνο κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης, αλλά από τον εμφύλιο και μετά.

Με μια σειρά νόμων, αποφάσεων, διαταγμάτων το ελληνικό κράτος ευνόησε μεγάλες ομάδες προσοδοθήρων. Η προσοδοθηρία είναι η δραστηριότητα οργανωμένων ομάδων πίεσης που σκοπό έχει να επηρεάσει την κρατική πολιτική προς όφελος των μελών των, είτε για τη διατήρηση προνομίων που απέκτησαν στο παρελθόν, είτε για την επίτευξη ειδικής μεταχείρισης έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού (32). Η δια νόμου κατοχύρωση του υψηλού ποσοστού κέρδους (23,8%) των φαρμακοποιών είναι κομμάτι αυτής της προσοδοθηρίας. Οι φραγμοί εισόδου σε διάφορες αγορές, όπως π.χ. στις οδικές μεταφορές, διόγκωσε τεχνητά την αξία των αδειών για τα φορτηγά και βυτιοφόρα Δημόσιας Χρήσης. Με μια διοικητική απόφαση δημιουργήθηκαν «περιουσίες» εκεί που δεν υπήρχαν. Η νομοθετημένη ποσοστιαία αμοιβή των συμβολαιογράφων (που έφτασε με την τελευταία απόφαση Αλογοσκούφη-Παπαληγούρα το 2006 στο 1,2% της αξίας του ακινήτου, ανεξαρτήτως ύψους της αξίας του), δημιούργησε τρομαχτικές προσόδους. Όπως έγραφε ο κ. Στέφανος Μάνος:«στη Γερμανία, όπως επιβάλλει η κοινή λογική, η ποσοστιαία αμοιβή του συμβολαιογράφου φθίνει όσο μεγαλώνει η αξία. Στις συνήθεις συναλλαγές των 500.000 ευρώ η αμοιβή του συμβολαιογράφου στην Ελλάδα είναι σχεδόν τετραπλάσια της αντίστοιχης στη Γερμανία». Για ένα σύνηθες ακίνητο των 500.000 ευρώ η αμοιβή τού συμβολαιογράφου στην Ελλάδα είναι 6.000 ευρώ ενώ στην Γερμανία 1.614 ευρώ (33).

Από εκεί και πέρα υπάρχουν και μια σειρά άλλων αφανών προσόδων που διόγκωσαν υπέρμετρα κάποιους επιχειρηματικούς κλάδους. Η βιομηχανία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι ένας από αυτούς. Δεν είναι μόνο η κρατική διαφήμιση· να σημειώσουμε ότι κι αυτή η κρατική δαπάνη διογκώθηκε υπερβολικά τα τελευταία χρόνια: από 42 εκατ. ευρώ το 2003 (34), έφτασε στα 83 εκατ. το 2008 (35). Υπάρχουν και πολλές άλλες πρόσοδοι για τα ΜΜΕ, όπως είναι η νομοθετημένη υποχρέωση δημοσίευσης ισολογισμών, προκηρύξεων, διακηρύξεων και άλλων στοιχείων, παρ’ όλο που στην εποχή του διαδικτύου είναι κόστος χωρίς όφελος. Παλιότερα η κρατική «Ολυμπιακή» μετέφερε δωρεάν τις εφημερίδες, οι εκδότες μπορούσαν να δικαιολογήσουν το 2% του τζίρου τους χωρίς παραστατικά και πλήθος άλλων ρυθμίσεων του κράτους που δημιούργησαν κίνητρα να διογκωθεί υπερβολικά μια αγορά χωρίς... αγοραστές: «η ελληνική αγορά κατακλύζεται από ένα πλήθος τηλεοπτικών σταθμών (γύρω στους 160), ραδιοφωνικών σταθμών (περίπου 1.200), εφημερίδων (περίπου 280 τοπικές, περιφερειακές και εθνικής κυκλοφορίας) και περιοδικών (περίπου 800), καθώς και ενός πλήθους ιντερνετικών πυλών και συναφών ιστολογίων.» (36)

Οι εμφανείς και αφανείς κρατικές επιδοτήσεις δεν διόγκωσαν μόνο τον χώρο των ΜΜΕ. Και η πολιτιστική παραγωγή είναι εξαιρετικά διογκωμένη (η Αθήνα πρέπει να είναι η πρωτεύουσα των θεάτρων) και εμφανίζεται μεγάλη συγκέντρωση σε κάποια επαγγέλματα. «Σε πανελλαδικό επίπεδο ο αριθμός των δικηγόρων προσδιορίζεται περίπου στους 43.500. Κάθε χρόνο εισέρχονται στο επάγγελμα περίπου 1.200 δικηγόροι σε όλη την Ελλάδα, ενώ αποχωρούν περίπου 400» (37) Έχουμε δηλαδή ένα δικηγόρο ανά 250 κατοίκους, όταν στη Γερμανία η αναλογία είναι ένας δικηγόρος ανά 593 Γερμανούς και στη Γαλλία ένας ανά 1.403. Στην Ελλάδα αντιστοιχεί ένας συμβολαιογράφος σε 3.446 κατοίκους, στη Γαλλία ένας συμβολαιογράφος για 7.287 κατοίκους, στην Ιταλία ένας προς 12.023 και στην Αυστρία ένας προς 17.926 κατοίκους. Στην Ελλάδα αντιστοιχεί ένα φαρμακείο ανά 950 κατοίκους, όταν στην Ευρώπη υπάρχει ένα φαρμακείο ανά 4.000 κατοίκους. Μετά την Ελλάδα είναι το Βέλγιο, που έχει ένα φαρμακείο ανά 2.450 κατοίκους. (38)

Αυτές οι τεράστιες διαφορές με την υπόλοιπη Ευρώπη δεν οφείλονται σε ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της χώρας μας (η Ελλάδα, έτσι κι αλλιώς, δεν βρίσκεται σε άλλο πλανήτη) αλλά στο γεγονός ότι με νομοθετικές αποφάσεις είναι εξασφαλισμένο μια μικρή ή μεγαλύτερη πρόσοδος από την άσκηση αυτών των επαγγελμάτων. Αυτές οι πρόσοδοι μαζί με τις εμφανείς ή αφανείς κρατικές επιδοτήσεις χρηματοδοτούνταν μέσω δανεισμού. Δημιούργησαν μια χώρα πλασματικής ευημερίας (τα χρήματα αυτά γινόταν κατανάλωση) κι όλοι νομίζαμε ότι είμαστε σίγουροι κι ανεπτυγμένοι.

Το σοκ της κρίσης βέβαια δεν απορροφάται εύκολα. Κυρίως από όλους εκείνους που είχαν βολευτεί στην προηγούμενη κατάσταση. Τα ΜΜΕ, για παράδειγμα, πιέζουν διαρκώς για κάποιο τρόπο επιχορηγήσεων ή μέχρι και για την απόσυρση αυτοκινήτων. Κάθε φορά που το κράτος επιδοτεί την απόσυρση (έστω σε βάρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) η διαφημιστική δαπάνη των εμπόρων αυτοκινήτων αυξάνει κατακόρυφα. Οι αποκαλούμενες «παραγωγικές» τάξεις της χώρας πιέζουν για «αναπτυξιακή διέξοδο» τής οικονομίας, ζητώντας από το κράτος να ρίξει λεφτά στην αγορά για να συντηρηθεί το παλιό καταναλωτικό μοντέλο, που μάς έφτασε ως εδώ. Μόνο που τα ψέματα τέλειωσαν, διότι τέλειωσαν τα λεφτά. Η ελληνική κοινωνία που βρέθηκε μπροστά στην χρεοκοπία, άρχισε να διακρίνει τις παθογένειες και για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια προσπαθεί να τις θεραπεύσει.

Δεν είναι εύκολη υπόθεση· ο συντηρητισμός δεξιός και αριστερός είναι μια γλυκιά πρόταση, αλλά όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση της Ελλάδας καταστροφική. Πρέπει όμως να τα αλλάξουμε όλα. Από το δημόσιο και την εκπαίδευση, μέχρι τους όρους της επιχειρηματικότητας και προσανατολισμού των νέων. Το κακό στην εποχή του μνημονίου δεν είναι ότι συμπυκνώνεται ο χρόνος των αλλαγών, οι οποίες έτσι κι αλλιώς έπρεπε εδώ να γίνουν δεκαετίες πριν. Το πρόβλημα είναι ότι η δημοσιονομική κατάσταση δεν επιτρέπει στο κράτος να παίξει τον ρόλο που τού αρμόζει στην σύγχρονη εποχή. Δυστυχώς ανάλωσε όλα τα κεφάλαιά του για να συντηρήσει αντιπαραγωγικές πρακτικές, αντί να γίνεται αρωγός ανθρώπων που η φυσιολογική καταστροφή αυτών των αντιπαραγωγικών πρακτικών αφήνει εκτός διαδικασίας (επανεκπαίδευση εργαζομένων, νέα προγράμματα προσανατολισμού των επιχειρήσεων κ.λπ.)

Συνεπώς η δημοσιονομική εξυγίανση και η αναδιάρθρωση του κράτους πρέπει να προχωρήσει ταχύτατα ώστε η Ελλάδα να μπει σε μια νέα εποχή. Να εγκαταλείψει τον πρακτικό συντηρητισμό, που βόλεψε πολλούς αυτά τα χρόνια και να απελευθερώσει τις καταπιεσμένες παραγωγικές της δυνάμεις για να προκόψουν τα άτομα και η χώρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παγκόσμια Τράπεζα http://data.worldbank.org/country/greece
2. ό.π.
3. U.S. Census Bureau. The 2010 Statistical Abstract, Births, Deaths, Marriages, & Divorces: Life Expectancy, http://www.census.gov
4. Γιάννης Βούλγαρης, «Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή Δημοκρατία Σημαδεμένη από την Μεταπολεμική Ιστορία», εκδ. Θεμέλιο. σελ. 127
5. ό.π. σελ. 135
6. ό.π. σελ. 161
7. ό.π. σελ. 166 Βλ. επίσης Χρυσάφης Ιορδάνογλου, Η Ελληνική Οικονομία στη «Μακρά Διάρκεια» 1954-2005, εκδ. Πόλις 2008.
8. Γιάννης Βούλγαρης ό.π. σελ. 165
9. ό.π. σελ. 164
10. Eurostat, Taxation trends in the European Union, 2010
11. Βούλγαρης ό.π. σελ. 141
12. George Pagoulatos, Greece’s New Political Economy: State, Finance and Growth from Postwar to EMU, St. Antony’s Oxford and Palgrave Macmillan, 2003, σελ. 102
13. Γκίκας Χαρδούβελης, «Νέα αρχή για την Ελλάδα», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 1.10. 2010. Στα ελληνικά περιοδικό Μεταρρύθμιση http://www.metarithmisi.gr
14. Γεώργιος Οικονόμου, Ισαάκ Σαμπεθάι, Γεώργιος Συμιγιάννης, «Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος, Αιτίες Ανισορροπιών και Προτάσεις Πολιτικής», Τράπεζα της Ελλάδος Ιούλιος 2010, σελ. 82
15. Τράπεζα της Ελλάδος, «Νομισματική πολιτική 2009-2010», σελ. 70
16. «παράρτημα ΙΙΙ. Ελλάδα Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής»
17. Τακτικός προϋπολογισμός 2005. Εισηγητική έκθεση
18. Τράπεζα της Ελλάδος, «Νομισματική πολιτική 2009-2010», σελ. 70
19. Υπουργείο Οικονομικών, «Δελτίο Δημόσιου Χρέους» τ. 32/Δεκέμβριος 2003
20. Υπουργείο Οικονομικών, «Δελτίο Δημόσιου Χρέους» τ. 54/Ιούνιος 2009
21. Κώστας Σημίτης, Ομιλία στην Βουλή, 18.12.2008
22. Γιώργος Αλογοσκούφης, Ομιλία στην Βουλή, 19.12.2008
23. Γιάννης Παπαθανασίου, Ομιλία στην Βουλή, 19.12.2008
24. Μανώλης Σπινθουράκης, «Χοακίν Αλμούνια: «Η Ελλάδα βαδίζει προς πτώχευση», Το Βήμα 28.2.2010
25. Σταμάτης Ασημένιος, ελληνική υπηρεσία Deutsche Welle, 26.11.2009
26. «Η Ελλάδα Υπό πίεση» έκθεση της Deutsche Bank 23.11.2010. ΑΠΕ 25.11.2010
27. Νικόλαος Τεσσαρομάτης, «Διαχείριση και Αποδόσεις της Περιουσίας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα», http://www.edekt-ote.gr
28. Τράπεζα της Ελλάδος, «Νομισματική πολιτική 2009-2010», σελ. 70
29. Πάσχος Μανδραβέλης, «Η δομή των ιδεολογικών επαναστάσεων», Athens Voice 29.1.2009. Βρίσκεται στο www.medium.gr
30. Πλάτων Τήνιος, «Κοινωνία, Οικονομία, Συντάξεις: Κρυμμένος θησαυρός;» εκδ. Παπαζήση σελ. 153-158
31. Πλάτων Τήνιος, «Ασφαλιστικό: Μια μέθοδος ανάγνωσης», εκδ. Κριτική
32. Θοδωρής Πελαγίδης, Μιχάλης Μητσόπουλος, «Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας: Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις» εκδ. Παπαζήση
33. Στέφανος Μάνος, «Οι αμοιβές των συμβολαιογράφων», Καθημερινή 18.9.2008
34. Γιώργος Μαντέλας, «Οι πρωταθλητές της κρατικής ρεκλάμας το 2007», Καθημερινή 3.2.2008
35. «Παρόν», 21.6.2009
36. Στέλιος Παπαθανασόπουλος, «Καλύτερος Τύπος, χωρίς αναγνώστες!», Καθημερινή 28.6.2009
37. Απόστολος Λακασάς, «Έρευνα για την αγορά εργασίας των δικηγόρων», Καθημερινή 23.12.2009
38. Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος 10.8.210 και Γιάννης Ελαφρός, «Μηχανικοί - φαρμακοποιοί: Πλειστηριασμός στις τιμές, εκπτώσεις στην ποιότητα», Καθημερινή 8.8.2010

Δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Υπό το μηδέν. Τέσσερα σχόλια για την κρίση» εκδ. Ωκεανίδα Δεκέμβριος 2010 (αναθεωρημενη έκδοση)

Το ανάρτησα από http://www.medium.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: