Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΑΒΩΡΗΣ: ΈΝΑΣ ΈΛΛΗΝΑΣ ΣΤΙΣ ΌΠΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Κατά βάθος, ήξερε ανέκαθεν ότι θα έφευγε. 
Η Θεσσαλονίκη «έπνιγε» πάντα τα ταλαντούχα της παιδιά. 
Έτσι έγινε και με τον σαραντάχρονο σήμερα σκηνογράφο - ενδυματολόγο Γιάννη Θαβώρη που ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο.


 Ως φοιτητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου σάρωνε στη μακρινή πια δεκαετία του ’90 την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη, μαζί με τον κολλητό του φίλο λογοτέχνη Βασίλη Αμανατίδη, συμμετέχοντας σε κάθε δημιουργική και καλλιτεχνική νέα κίνηση της εποχής. 

Αλλά δεν ήταν παρά μόνο όταν παρακολούθησε ένα μάθημα Σκηνογραφίας με την Ιωάννα Μανωλεδάκη, τη σκηνογράφο της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης και του ΚΘΒΕ, που άνοιξαν για εκείνον οι ορίζοντες. Έκτοτε δεν χρειάστηκε να κοιτάξει ξανά πίσω, γιατί ήξερε ότι το θέατρο ήταν ο προορισμός του.

Με το που πήρε το πτυχίο του, βρέθηκε εν έτει 1995 στο Λονδίνο και στο περίφημο Saint Martin’s College για μεταπτυχιακό στην Ευρωπαϊκή Σκηνογραφία. Μια τρίμηνη ειδική εξάσκηση στην Πράγα θα έπαιζε ακόμα πιο καθοριστικό ρόλο, καθώς συμπεριλάμβανε ένα σεμινάριο με τον Τσεχοσλοβάκο σκηνογράφο - θρύλο Σβόμποντα, ο οποίος του άλλαξε ολόκληρη την οπτική. 


Αμέσως μετά το πτυχιακό του πρότζεκτ στον Κοκτώ, κέρδισε το βραβείο Linbury καλύτερου νεοεμφανιζόμενου σκηνογράφου το 1997. Αυτό συνέβαλε στην οριστική του εγκατάσταση στην Αγγλία.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πορεία του ήταν συνεχώς ανοδική. Με αφετηρία την «Κόρη του συντάγματος» του Ντονιτσέτι, μερικές από τις σημαντικότερες όπερες της Βρετανίας του έχουν αναθέσει τα σκηνικά και τα κοστούμια κλασικών αλλά και σύγχρονων λυρικών έργων. Και καθώς η τέχνη και η όπερα δεν έχουν σύνορα, συχνά ταξιδεύει ανά τον κόσμο για να στήσει τα εντυπωσιακά του σκηνικά, τα οποία χαρακτηρίζουν οι καθαρές αρχιτεκτονικές γραμμές και η εικαστικά τολμηρή ματιά. Τη δουλειά του έχουν δει από το Μπουένος Άιρες μέχρι τη Δανία. Αλλά όχι ακόμα στην Ελλάδα.


Μέσα στον χρόνο που φεύγει, έχει να θυμάται μόνο εξαιρετικές συνεργασίες. Έναν μεταμοντέρνο «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ με τη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής, μία «επικών» διαστάσεων «Τόσκα» του Πουτσίνι στην Όπερα της Σάντα Φε, στο Νέο Μεξικό των ΗΠΑ, την «Κυρά της θάλασσας» του Ίψεν σε μουσική του Κρεγκ Άρμστρονγκ με την Όπερα της Σκωτίας, στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου.


 Κι ενώ μόλις ολοκλήρωσε τρεις μονόπρακτες όπερες για τη μουσική σχολή Guildhall, ετοιμάζεται για το ντεμπούτο του στη Βασιλική Όπερα, όπου θα υπογράψει τα κοστούμια στην «Κυρά της λίμνης» του Ροσίνι. Κι ακολουθεί η συμμετοχή του στο Φεστιβάλ του Μπάξτον, το καλοκαίρι του 2013, με την «Ψευτοπεριβολάρισσα» του Μότσαρτ.

Θα τον ενδιέφερε, άραγε, να εργαστεί στη Εθνική Λυρική Σκηνή ή στο ελληνικό θέατρο, αυτούς τους χαλεπούς για την πατρίδα του καιρούς, τον ρωτήσαμε. 


«Υπάρχουν τρεις λόγοι για να επιλέξεις μία συνεργασία» μας είπε. «Ο πρώτος είναι η αγάπη και ο θαυμασμός προς τους συνεργάτες και την αισθητική τους. Ο δεύτερος αφορά λόγους επιβίωσης και ο τρίτος ότι η συγκεκριμένη επιλογή θα σε πάει μπροστά. Νομίζω ότι, όσον αφορά την Ελλάδα, εξαρτάται από το ποιος θα μου το πρότεινε. 

Οπωσδήποτε, η αγάπη και το κοινό όραμα είναι παράγοντες που θα με έκαναν να έρθω και να εργαστώ».


Το ανάρτησα από http://topontiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: